θαυματουργίας

θαυματουργίας
θαυματουργίᾱς , θαυματουργία
fem acc pl
θαυματουργίᾱς , θαυματουργία
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Σίμων ο Μάγος — Σύγχρονος του Ιησού (1ος αι. μ.Χ.), από τη Σαμάρεια ή την Κύπρο, μάγος και αιρετικός του χριστιανισμού. Παρακολουθώντας το κήρυγμα του Φίλιππου στη Σαμάρεια, ο Σ. πείστηκε ότι ο χριστιανισμός ήταν ισχυρότερος από τη μαγική δύναμη και βαφτίστηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”